- ἐξαφεῖ
- ἐξάπτωfasten fromaor subj pass 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαφήνω — και ξαφήνω (AM ἐξαφίημι Μ και ἐξαφήνω) [αφίημι] 1. αφήνω, εγκαταλείπω, παραλείπω («ολίγα γράμματα έμαθα και τότε τά εξαφήκα», «ἐξάφει τὰ συχνὰ λουτρά») 2. αφήνω, λύνω, χαλαρώνω τα δεσμά μσν. νεοελλ. 1. εγκαταλείπω, παρατώ 2. αποκηρύσσω νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek